ἐραννόν

ἐραννόν
ἐραννός
lovely
masc acc sg
ἐραννός
lovely
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εραννός — Αρχαία πόλη της Κρήτης, που η τοποθεσία της παραμένει άγνωστη. Στη συνθήκη 30 κρητικών πόλεων με τον βασιλιά της Περγάμου Ευμένη B’ (163 π.Χ.), οι κάτοικοι της πόλης αναφέρονται ως Ερώνιοι, και αλλού τους ονομάζουν άλλοτε Εραννίους και άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”